Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

μιᾷ ἰδέᾳ

  • 1 мысль

    мысл||ь
    ж ἡ σκέψη [-ις], ἡ Ιδέα / ὁ συλλογισμός (рассуждение)/ ἡ νόηση [-ις], ἡ διάνοια (мышление):
    основная \мысль ἡ βασική ίδέα· задняя \мысль ἡ ὑστεροβουλία· предвзятая \мысль ἡ προκατάληψη· образ \мысльей ὁ τρόπος τοῦ σκέπτεσθαι· ход \мысльей ὁ εἰρμός τῶν σκέψεων собраться с \мысльями συγκεντρώνομαι, σκέπτομαι· носиться с \мысльыо κατέχομαι ἀπό τή σκέψη· подать кому́-л. \мысль δίνω τήν Ιδέα σέ κά· ποιον приходить к \мысльи φθάνω στό συμπέρασμα, καταλήγω· э́то навело меня на \мысль αὐτό μέ ὁδήγησε στή σκέψη· быть поглощенным \мысльями εἶμαι ἀπορροφημένος ἀπό σκέψεις· у него́ мелькнула \мысль τοῦ πέρασε μιά ίδέα· не допускать и \мысльи ὁβτε νά τό σκεφθεί κανείς· у меня и в \мысльях не было ὁὔτεκἄν είχα αὐτήν τήν σκέψη, οὔτε κἄν τό σκέφτηκα.

    Русско-новогреческий словарь > мысль

  • 2 прийти

    прийти 1) έρχομαι, φτάνω· \прийти домой έρχομαι στο σπίτι' \прийти первым φτάνω πρώτος 2) (κ чему-л.) καταλήγω· \прийти к власти έρχομαι στην εξουσία· \прийти к соглашению καταλήγω σε συμφωνία 3) (β какое-либо состояние): \прийти в отчаяние απελπίζομαι, πέφτω σε απελ πισία, καταντώ ◇ мне пришло в голову μου κατέβηκε μια ιδέα
    * * *
    1) έρχομαι, φτάνω

    прийти́ домо́й — έρχομαι στο σπίτι

    прийти́ пе́рвым — φτάνω πρώτος

    2) (к чему-л.) καταλήγω

    прийти́ к вла́сти — έρχομαι στην εξουσία

    прийти́ к соглаше́нию — καταλήγω σε συμφωνία

    прийти́ в отча́яние — απελπίζομαι, πέφτω σε απελπισία, καταντώ

    ••

    мне пришло́ в го́лову — μου κατέβηκε μια ιδέα

    Русско-греческий словарь > прийти

  • 3 представление

    представлени||е
    с
    1. (чего-л.) ἡ παρου-σίαση [-ις], ἡ ἐμφάνιση [-ις]·
    2. (при знакомстве) ἡ σύσταση [-ις]·
    3. (к награде и т. ἡ.) ἡ πρόταση γιά, ἡ ὑποβολή ὑποψηφιότητας·
    4. театр. ἡ παράσταση [-ις]:
    первое \представление ἡ πρώτη παράσταση· δ. (понятие) ἡ ἰδέα, ἡ ἀντίληψη [-ις]:
    иметь \представление ἔχω (μιά) Ιδέα· он· не имеет ни малейшего \представлениея δέν ἔχει τήν παραμικρή Ιδέα· составить себе ясное \представление о чем-л. σχηματίζω σαφή ἀντίληψη· в моем \представлениеи κατά τήν ἀντίληψή μου.

    Русско-новогреческий словарь > представление

  • 4 представление

    ουδ.
    1. παρουσίαση, εμφάνιση• προσαγωγή•

    представление суду доказательств παρουσίαση, στο δικαστήριο αποδεικτικών•| справки παρουσίαση βεβαίωσης.

    || σύσταση, γνωριμία.
    2. έκθεση, αναφορά (σε προϊστάμενο, αρχή)•

    представление к наградам πρόταση για βράβευση.

    3. θεατρική παράσταση• θέαμα.
    4. αναπαραγωγή, αναπαράσταση•

    зрительное представление οπτική αναπαράσταση•

    слуховое представление ακουστική αναπαραγωγή.

    5. νόηση, αντίληψη, γνώση• ιδέα•

    не имею никакого -я δεν έχω ιδέα, δε γνωρίζω τίποτε.

    εκφρ.
    дать представление – δίνω μια ιδέα, εικόνα, κατατοπίζω κάπως•
    в мом -и – κατ εμένα, κατά τη γνώμη μου, όπως εγώ φαντάζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > представление

  • 5 явиться

    яви||ться
    сов см. являться· откуда ты \явитьсялся? ἀπό ποῦ ξεφύτρωσες;· у меня \явитьсялась мысль μοῦ ήρθε μιά Ιδέα· у меня \явитьсялось сомнение μοῦ γεννήθηκε μιά ἀμφιβολία.

    Русско-новогреческий словарь > явиться

  • 6 приходить

    приходить
    несов
    1. Ερχομαι, φθάνω, ἀφικνοδμαι:
    \приходить домой ἐρχομαι στό σπίτι· пароход приходит в пять часов τό βαπόρι φθάνει στίς πέντε ἡ ῶρα· мне приходит в голову мысль... μοῦ ήρθε μιά Ιδέα στό νοῦ...·
    2. (наступать, наставать) ἐρχομαι, φθάνω:
    приходит ночь νύχτωσε·
    3. (в какое-л. состояние) ἐρχομαι, περιέρχομαι, πέφτω:
    \приходить в отчаяние ἀπελπίζομαι, μέ πιάνει ἀπόγνωση· -\приходить в восторг κατενθουσιάζομαι· \приходить в бешенство γίνομαι ἔξω φρενών· \приходить в изумление μένω κατάπληκτος· \приходить в негодность γίνομαι ἀχρηστος, πέφτω σέ ἀχρηστία· \приходить в упадок παρακμάζω, πέφτω σέ παρακμή· ◊ \приходить всебя συνέρχομαι· \приходить к заключению φθάνω στό συμπέρασμα· \приходить к соглашению καταλήγω σέ συμφωνία, συμφωνώ-\приходить на помощь Ιρχομαι νά βοηθήσω· \приходить к концу τελειώνω.

    Русско-новогреческий словарь > приходить

  • 7 dab

    [dæb] 1. past tense, past participle - dabbed; verb
    (to touch gently with something soft or moist: He dabbed the wound gently with cottonwool.) αγγίζω ελαφρά
    2. noun
    1) (a small lump of anything soft or moist: a dab of butter.) μικρή ποσότητα,μια ιδέα
    2) (a gentle touch: a dab with a wet cloth.) ελαφρό άγγιγμα,σκούπισμα

    English-Greek dictionary > dab

  • 8 приблизительный

    επ..βρ: -лен, -льна, -о
    ο κατά προσέγγιση κλπ.
    επιρ. приблизительный подсчт ο κατά προσέγγιση λογαριασμός•

    иметь-ое представление о его жизни έχω περίπου μια ιδέα (εικόνα) της ζωής του.

    Большой русско-греческий словарь > приблизительный

  • 9 идея

    -и. θ.
    1. ιδέα• έννοια•

    абсолютная идея απόλυτη ιδέα (θεός)•

    господствующие -и οι κυριαρχούσες ιδέες•

    политические -и οι πολιτικές ιδέες•

    идея романа, картины η κεντρική ιόέα του μυθιστορήματος, της εικόνας•

    передовое -и προοδευτικές ιδέες.

    2. σκέψη•

    в голову пришли счастливая идея στο μυαλό μου ήρθε μια καλή σκέψη.

    || μορφή έννοια•

    идея добра η έννοια του καλού.

    Большой русско-греческий словарь > идея

  • 10 набрести

    набрести́
    сов βρίσκω, ἀπαντώ:
    \набрести на чей-л. след πέφτω πάνω στά ἰχνη κάποιου· \набрести на удачную мысль μοῦ Ερχεται μιά ἐνδιαφέρουσα Ιδέα.

    Русско-новогреческий словарь > набрести

  • 11 осенить

    осени́||ть
    сов см. осенять· его \осенитьло τοῦ ήλθε στόν νοῦ μιά φαϊνή ίδέα.

    Русско-новогреческий словарь > осенить

  • 12 промелькнуть

    промелькну||ть
    сов
    1. (о времени и т. п.) περνώ γρήγορα, παρέρχομαι, πετώ:
    незаметно \промелькнутьли три недели πέρασαν τρεις ἐβδομάδες χωρίς νά τό καταλάβουμε·
    2. (появиться, проскользнуть) φαίνομαι γιά λίγο:
    у меня \промелькнутьла мысль μοῦ πέρασε ἡ ίδέα· в газетах \промелькнутьло сообщение... στίς ἐφημερίδες φάνηκε μιά είδηση...

    Русско-новогреческий словарь > промелькнуть

  • 13 осенить

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. осенённый, βρ: -нён, -нена, -нено.
    1. επισκιάζω, καλύπτω με τη σκιά. || μτφ. παλ. περιβάλλω, αγκαλιάζω.
    2. (για σκέψη, εικασία)• μού ρχεται, μου κατεβαίνει•

    -ла мени блестящая идея μου ήρθε μια φωτεινή ιδέα•

    его -ло (απρόσ.) του ήρθε ή του κατέβηκε.

    || εμφανίζομαι, φαίνομαι•

    улыбка -ла лицо матери το χαμόγελο φάνηκε στο πρόσωπο της μάνας.

    εκφρ.
    осенить крстным знамением; осенить крестом – κάνω το σημείο του σταυρού, κάνω το σταυρό.
    παλ.
    επισκιάζομαι, καλύπτομαι με σκιά.
    εκφρ.
    осенить крстным знамением; осенить крестом – κάνω το σημείο του σταυρού, κάνω το σταυρό.

    Большой русско-греческий словарь > осенить

См. также в других словарях:

  • ιδέα — Φιλοσοφική έννοια. Κατά την πρωταρχική της έννοια σημαίνει την ορατή μορφή, την όψη. Κατ’ επέκταση, ο όρος αναφέρεται γενικά στη μορφή, στο είδος και στο γένος. Στην καθημερινή χρήση της, η λέξη ι. υπονοεί καθετί που υπάρχει στον ανθρώπινο νου… …   Dictionary of Greek

  • ιδέα — η 1. τέλεια μορφή που συλλαμβάνουμε για κάτι: Ιδέα της τέλειας ισότητας. 2. έννοια κάποιου πράγματος ή ιδιότητας: Ιδέα του Θεού. – Ιδέα της πατρίδας. 3. ιδανικό, ιδεώδες: Ιδέα της ελευθερίας. – Ιδέα της δικαιοσύνης. 4. γνώμη που έχουμε για κάτι:… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Μεγάλη Ιδέα — Πολιτικό και εθνικό ιδεώδες που διαδόθηκε στον ελληνικό κόσμο στις αρχές του 19ου αι. και διήρκεσε έως την τρίτη δεκαετία του 20ού αι. Ο όρος Μ.I. ανάγεται στον 19ο αι. και αποδίδεται στον Κωλέττη, αλλά η ύπαρξη και η επίδραση που άσκησε στους… …   Dictionary of Greek

  • γεύση — Μία από τις αισθήσεις, που επιτρέπει να γίνονται αντιληπτοί οι γευστικοί ερεθισμοί όταν διάφορες ουσίες μπαίνουν στο στόμα. Θεμελιώδη όργανα της γ. είναι οι γευστικοί κάλυκες της γλώσσας και του βλεννογόνου της στοματικής κοιλότητας. Τα όργανα… …   Dictionary of Greek

  • πολιτισμός — Με το γενικό όρο «πολιτισμός» στη γλώσσα μας υποδηλώνονται δύο έννοιες, για τις οποίες οι άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες διαθέτουν ξεχωριστούς όρους:civilisationκαι culture. Αλλά κι εκεί, παρότι οι όροι είναι διαχωρισμένοι, τα όρια των δύο εννοιών δεν… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν …   Dictionary of Greek

  • Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… …   Dictionary of Greek

  • Πειραιάς — Πόλη της Αττικής, το μεγαλύτερο λιμάνι της Ελλάδας, επίνειο των Αθηνών, από τα σημαντικότερα εμπορικά και βιομηχανικά κέντρα της χώρας και πρωτεύουσα της ομώνυμης νομαρχίας της περιφέρειας Αττικής. Ο δήμος Π. και οι δήμοι Αγίου Ιωάννη Ρέντη,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»